- πάμψεκτος
- πάμ-ψεκτος, ον,A much-blamed, Man.4.316.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάμψεκτος — πάμψεκτος, ον (Α) καθ όλα αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψεκτός (< ψέγω)] … Dictionary of Greek
παμψέκτους — πάμψεκτος much blamed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)